Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Δημοσθένης Βουτυράς "Παραρλάμα"



 Η ζωή και το έργο του συγγραφέα

Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1871 και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στον Πειραιά, όπου είδε τις δυσκολίες της ζωής των εργατών, την άστατη ζωή των περιθωριακών και γνώρισε τη φτώχεια από κοντά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του. Αυτές οι συνθήκες της ζωής του τον επηρέασαν στα διηγήματά του και διαμόρφωσαν τους ήρωες του. Περισσότερα...

Είπαν γι'αυτόν



  • «Ο Δημοσθένης Βουτυράς πήρε το διήγημα από το νησί του Παπαδιαμάντη και από το χωριό του Καρκαβίτσα και τη στάνη του Κρυστάλλη και το μετέφερε στο άστυ, σημείωσε δηλαδή την αποφασιστική στροφή από το ηθογραφικό στο αστικό διήγημα» (Βάσιας Τσοκόπουλος).  

  •  «Από όποια συλλογή κι αν προσεγγίσει ο αναγνώστης το έργο του Βουτυρά, έχει αμέσως την αίσθηση ότι εισέρχεται σε ένα σύμπαν όλο ιδιαιτερότητα, λόγω της ατμόσφαιρας, της θεματικής του, λόγω της ίδιας του της γραφής» (Ελέν Ταλέκ).

  •  «Εξαιτίας της υπερβολικής ευαισθησίας του συγγραφέα απέναντι σε όλες τις μορφές του ανθρώπινου πόνου, οι πιο δυνατές εικόνες στο έργο του είναι όσες αναφέρονται στη θλίψη, την αθλιότητα ή τις ανισορροπίες μιας άδικης κοινωνίας: μέσω των εικόνων θέτει το δάκτυλο «επί τον τύπον των ήλων» του δράματος της φτώχειας, της πείνας, του κοινωνικού αποκλεισμού» (Ελέν Ταλέκ).

  •  «Αυτός ο συγγραφέας, που τόσο συχνά αντιμετωπίστηκε με συγκατάβαση, κατέχει στον πιο υψηλό βαθμό την τέχνη να αποδίδει ανάγλυφα και με χρώμα τις σκηνές που πιάνει το ασκημένο του βλέμμα. Η συχνή χρήση της παρομοίωσης αποκτά στην περίπτωση αυτή όλη της τη σημασία. Η προσέγγιση - εξόχως υποκειμενική άλλωστε και αυτή – δύο πραγματικοτήτων δίνει στις περιγραφές του ένα μεγάλο μέρος της υποβλητικής τους δύναμης και της ζωντάνιας τους» (Ελέν Ταλέκ).

  •   «Η γραφή του Βουτυρά είναι μοντέρνα. Το πρωτολέει ο Ξενόπουλος, χωρίς να το επιδοκιμάζει. Το σχέδιο, ο χρόνος, το ύφος, η σύνθεση δίνονται κάτω από ένα νέο πνεύμα. - Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά αθετεί τον κανόνα για αρχή, μέση και τέλος. Η ελλειπτικότητα της αφήγησης είναι απόρροια αυτού που θέλει να πει. - Αναμιγνύει φανταστικό με πραγματικό, χωρίς προκαθορισμένους κανόνες, διαμορφώνοντας ένα ύφος δικό του. - Ο χρόνος στο Βουτυρά αποκτά νέο ρόλο: παύει να είναι ο παραστατικός χρόνος και γίνεται παράμετρος της συνείδησης.  Επίσης, σημαντική είναι η συνεισφορά του Βουτυρά στο ψυχογραφικό διήγημα, ανάλογο του Στρίντμπεργκ και του Ντοστογιέφσκι, στην αναζήτηση των ψυχολογικών αιτίων της κοινωνικής και ατομικής συμπεριφοράς, των σχέσεων ανάγκης και επιθυμίας, απόστασης ανάμεσα σε αυτό που βρίσκεσαι με το επιθυμητό, ανάμεσα στο τι είμαστε και τι δηλώνουμε ότι είμαστε, ανάμεσα στο ασυνείδητο και το συνειδητό» (Γιάννης Μπασκόζος).

  •   «Όταν ξεθυμάνει το ενδιαφέρον για το “παραδοσιακό” φανταστικό, θα εμφανιστεί ένα συγγενικό του είδος, το οποίο, χωρίς να επικαλείται την πίστη προς το επέκεινα, θα αντλήσει την απαραίτητη αίσθηση παραδοξότητας από ένα ορισμένο βλέμμα, που θα ρίξει πάνω στο πραγματικό ένα πραγματικό όμως μεθερμηνευμένο από μια αγωνιώσα συνείδηση. Ένα διήγημα όπως το «Παραρλάμα» αναγγέλλει ήδη τον καινούριο τόνο» (Ανρί Τονέ).
 
 
Παραλάμα






Ο τίτλος: Δημιουργεί  ξάφνιασμα, απορία και ερωτηματικά στον αναγνώστη. Πρόκειται για λέξη  ανύπαρκτη, που δε σημαίνει τίποτα. Συνιστά περίπτωση λεξικής ασημίας: λέξη χωρίς κανένα σημασιολογικό περιεχόμενο.

Δομή:  Α’ μέρος: «Κάποτε του Φάρμα … μαζί με τους κρότους της ρόδας»: σκιαγραφείται ο βασικός ήρωας του αφηγήματος (έχει προ-αφηγηματικό ή προλογικό χαρακτήρα).
                   Β’ μέρος: «Την άλλη βραδιά …» μέχρι το τέλος: αναπτύσσεται η βασική αφηγηματική δράση: δέση - εξέλιξη -κορύφωση - λύση του μύθου.

Ο χώρος και ο χρόνος:  Αφηγηματική ρευστότητα: και ο χώρος αλλά και ο χρόνος της αφήγησης διαρκώς μεταβάλλονται. Με αυτή τη ρευστότητα ο συγγραφέας επιδιώκει να αναδείξει περισσότερο τα εσωτερικά στοιχεία του μύθου, «αδιαφορώντας» κάπως για την εξωτερική τους οργάνωση. Ο χώρος: ταβέρνα – σπίτι – κατάστημα. Ο χρόνος: α) η βραδιά στην ταβέρνα, β) η βραδιά της δράσης.

Τα πρόσωπα Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο είναι ο Φάρμας, τον οποίο ο αφηγητής σκιαγραφεί  στο πρώτο μέρος της αφήγησης. Όλα τα άλλα πρόσωπα που κινούνται στο μύθο, παραμένουν ανώνυμα. Πλαισιώνουν τον ήρωα, για να αναδειχθούν ο παράξενος χαρακτήρας και η ιδιαιτερότητα του ήθους του. Δεν υπάρχει ανάγκη να διακριθεί κάποιο απο αυτά: ζουην στο ίδιο περιβάλλον με τον πρωταγωνιστή, έχουν τις ίδιες συνήθειες (π.χ. συχνάζουν στην ταβέρνα) και φαίνεται να είναι δέσμιοι της μηχανής, της δεισιδαιμονίας και της ένδειας.

Το είδος της αφήγησης:  Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και ο αφηγητής είναι εξωδιηγητικός,  παντογνώστης. Αποστασιοποιείται από τα πράγματα και τα παρουσιάζει αντικειμενικά, χωρίς να εκφράζει την προσωπική του θέση. Μ’ αυτόν τον τρόπο αφήνει τον αναγνώστη να διαμορφώσει τη δική του άποψη.

Τεχνοτροπία:  Το διήγημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρεαλιστικό και ταυτόχρονα νατουραλιστικό, αλλά πάνω απ’ όλα διήγημα ενός πρώιμου μοντερνισμού.  Ηθογραφεί τον κόσμο της μικροαστικής μιζέριας στην περίοδο του μεσοπολέμου. 

         Ρεαλιστικά στοιχεία:  Προβάλλεται μια ρεαλιστική εικόνα της καθημερινής ζωής των εργατών, των μεροκαματιάρηδων και των προλετάριων της πόλης. Ο ήρωας είναι άνθρωπος του κοινωνικού περιθωρίου. Η προσωπικότητά του διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος και των περιστάσεων (κάτω από συνθήκες ένδειας). Παρουσιάζεται δέσμιος των εσωτερικών του παρορμήσεων και δεν υπακούει στην ηθική δεοντολογία. Ο συγγραφέας απεικονίζει πιστά την πραγματικότητα, προβάλλοντας την άθλια πλευρά της και παρουσιάζει με επίμονη σχολαστικότητα που αγγίζει το νατουραλισμό, τα στοιχεία που αποπνέουν αθλιότητα.
          Μοντερνισμός: Μας δίνει, μέσα από την μικροεικόνα ενός καταστήματος-εργοστασίου, τις επιπτώσεις από την εισβολή της μηχανής στη ζωή και τις διαδικασίες παραγωγής. Μας δείχνει ότι μια αντίδραση ατομική, μια «επανάσταση» προσωπική, μένει χωρίς νόημα, αφού μόνο προσωπική ικανοποίηση μπορεί να χαρίσει, ωστόσο κοινωνικά μένει αδικαίωτη.  


Τα σύμβολα και η ερμηνεία τους
     α. Ο Φάρμας :Μέσα στο συνολικό μύθο, ο Φάρμας δε λειτουργεί ως ένα μεμονωμένο, ιδιόρρυθμο και παράξενο άτομο. Συμβολίζει όλους εκείνους που ζουν στο περιθώριο ως απόκληροι της ζωής. Η στάση του Φάρμα, από την απάθεια στη δράση, αλλάζει ριζικά,  όταν ακούει στην ταβέρνα για τον Βαλτάσαρ και τις ακατανόητες λέξεις. Τα όσα όμως άκουσε εκείνο το βράδυ υπήρξαν η αφορμή, για να εκφράσει το μίσος του και να πάρει ένα είδος προσωπικής εκδίκησης. Το σχέδιό του, όμως, δεν είναι τόσο αποτέλεσμα οργανωμένης σκέψης, όσο παρόρμησης και ανάγκης για αντίδραση στην ρουτίνα της δουλειάς, τα πειράγματα των συναδέλφωνκαι το τέλμα της ζωής του.  Ο Φάρμας δηλαδή, συγκριτικά με τον προηγούμενο τρόπο ζωής, κάνει μια μικρή «επανάσταση». Γι'αυτό και η αντίδρασή του δεν προέρχεται ύστερα από κοινωνική συνειδητοποίηση, όσο από προσωπική πρωτοβουλία: θέλει να δώσει το "στίγμα του" κια να νιώσει ότι είναι ικανός να προκαλέσει αντιδράσεις. Όταν το πέτυχε, ένιωσε κρυφή χαρά και ικανοποίηση, που την εξέφρασε με το σιωπηλό του γέλιο. Η λέξη που έγραψε τρεις φορές στον τοίχο, προκαλεί τρόμο και πανικό, γιατί είναι άγνωστη και ακατανόητη, πράγματα που τρομάζουν τους ανθρώπους. Σ’ αυτό κυρίως στηρίχτηκε η «επιτυχία» του Φάρμα: στο φόβο που προκαλεί το άγνωστο και το αποτέλεσμά της προκαλεί μόνο προσωπική ικανοποίηση. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα εγχείρημα αποκλειστικά ατομικό που, τελικά, μένει αδικαίωτο και σχεδόν αναποτελεσματικό, αφού δεν μπορεί να ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων και τις συνθήκες της δουλειάς και της ζωής. 


    β. Η «ρόδα»: Η «ρόδα» είναι σύμβολο του μύθου: η «ρόδα», η μηχανή, οι συνθήκες της δουλειάς, η ατμόσφαιρα της καθημερινής ρουτίνας, οι επαναλαμβανόμενες μηχανικά κινήσεις, όλα αυτά μετατρέπουν τον άνθρωπο σε «ρόδα» και, τελικά, τον "σκοτώνουν" ψυχικά.Καταλήγει να αισθάνεται  απόκληρος της ζωής, που δεν μπορεί να κατανοήσει και να συνειδητοποιήσει τα αίτια της κακομοιριάς του, αφού η μηχανική του εργασία δεν προϋποθέτει ούτε γνώσεις ούτε αναπτύσσει ενδιαφέροντα. Γι αυτό και καταλήγει υποσυνείδητα στο μίσος και στις παράλογες αντιδράσεις του. 


    γ. Η σκηνή με τη μύγα: Ο συγγραφέας τονίζει τη σκηνή αυτή χρησιμοποιώντας τηνν τεχνική του νατουραλισμού. Κάνει, επομένως, αισθητή τη φτώχεια και τη μιζέρια που διακρίνει τη ζωή του Φάρμα. Αποδίδει στη μύγα και τον πρωταγωνιστή το ίδιο χαρακτηριστικό: "συλλογισμένη"- "συλλογισμένος". Εδώ  μπορούμε να διακρίνουμε το συμβολισμό: η παθητική στάση της μύγας είναι ανάλογη με την παθητική στάση του Φάρμα, μέχρι εκέινη τη στιγμή. Αυτό όμως δεν θα διαρκέσει για πολύ: όπως η μύγα ενοχλεί τον άνθρωπο, έτσι και ο Φάρμας, αναλαμβάνοντας δράση (με το να γράψει τη λέξη "Παραρλάμα") θα προκαλέσει τη ενόχληση στον καταστηματάρχη και τους υπόλοιπους τεχνίτες. Με αυτή την πρωτοβουλία του θα κάνει αισθητή την παρουσία του.










Βιβλιογραφία




Δημοσθένης Βουτυράς
Δημοσθένης Βουτυράς