Νίκος Κάσδαγλης «Σοροκάδα»





Α) Το έργο του
Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η συλλογή διηγημάτων του Σπιλιάδες(= ανεμοσούρια, ξαφνική πνοή ανέμου από τη στεριά στη θάλασσα) , το 1952, είναι η πρώτη του δουλειά. Περιλαμβάνει τέσσερα διηγήματα, όλα  σχετικά με τη σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα. Νησιώτης ο ίδιος (γεννημένος στην Κω το 1928 και μόνιμος κάτοικος Ρόδου) δίνει στη θάλασσα κυρίαρχη θέση σ’αυτό το έργο του (απ’όπου και το διήγημα Σοροκάδα- δυνατός νοτιοανατολικός άνεμος, σιρόκος) : είναι η αδυσώπητη μοίρα των ανθρώπων των νησιών, η ευλογία και η καταστροφή τους, η ζωή και η τιμωρία τους.
Άλλα έργα του: Τα δόντια της μυλόπετρας (1955), Κεκαρμένοι (1959), Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου (1961), Η δίψα (1970), Η Μαρία περιηγείται την ακρόπολη των νερών (1982), τα  χρονικά, Το έλος (1988), Το Αραράτ αστράφτει (1994), Ο Σεφέρης στη δωρική κρήνη (2000), μια νουβέλα, Το θολάμι (1987), και ένα οδοιπορικό, Δρόμοι της στεριάς και της θάλασσας (1988).


  • Βασίζεται στο έργο των Μακρυγιάννη, Καρκαβίτσα, Καραγάτση, Κόντογλου, Μυριβήλη.

  •  Ο ρεαλισμός είναι έντονος στο έργο του. Αποδίδει ρεαλιστικά τη ζωή και τα βιώματα, αλλά και τα υπαρξιακά αδιέξοδα, των Ελλήνων της Κατοχής και του σήμερα.
  •   Περιγράφει συχνά ανθρώπους και ομάδες του περιθωρίου. Με τη ματιά ενός αμέτοχου παρατηρητή περιγράφει τα πάθη τους και τη μοίρα τους που τους συντρίβει.

  •   Ο Κάσδαγλης φτάνει μέχρι τον κοινωνικό ρεαλισμό και το νατουραλισμό, περισσότερο από τους άλλους πεζογράφους της γενιάς του, συνδυασμένο με την ειρωνεία και τη σατιρική διάθεση.


Το θέμα του διηγήματος
Το ναυάγιο του πολεμικού αμερικανικού πλοίου, που οφείλεται στην άρνηση του καπετάνιου του να συμμορφωθεί με τους κανονισμούς του λιμεναρχείου.

Στο διήγημα έχουμε την εφαρμογή του σχήματος «ύβρις- νέμεσις» που λειτουργεί στις αρχαίες τραγωδίες: ο άνθρωπος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όριά του και να εναντιώνεται στη βούληση των θεών. Σε τέτοια περίπτωση επέρχεται η τιμωρία, η οποία  επιφέρει την κάθαρση και αποκαθιστά την τάξη του κόσμου. Το παράδειγμα του Κρέοντα, ο οποίος τιμωρείται γιατί θεώρησε του ανθρώπινους νόμους ανώτερους των θεϊκών στην τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη  είναι χαρακτηριστικό.
Στη Σορακάδα ο Αμερικανός καπετάνιος αγνοεί επιδεικτικά τις υποδείξεις του λιμενικού, όχι από λεβεντιά αλλά από αλαζονεία του ισχυρού (η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά, αλίμονο αν  άλλαζαν αραξοβόλι τ’αμερικανικά πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη).  Αυτή του η στάση συνιστά ύβρη. Η απάντηση – τιμωρία έρχεται με την καταστροφή του πλοίου από τη θαλασσοταραχή.



Επιπλέον, εδώ δηλώνεται και η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Ο άνθρωπος έχει κατορθώσει να επιβληθεί στο φυσικό κόσμο. Δε θα πρέπει όμως να ξεχνά ότι η δράση της φύσης πολλές φορές ξεπερνά τα ανθρώπινα σχέδια και όρια (η φύση εκδικείται) . Αυτό θα πρέπει να αποτελεί αφορμή για σεβασμό του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον, που αν μη τι άλλο αποτελεί το «σπίτι» του.



Τα πρόσωπα του διηγήματος

·        Ο Αμερικανός πλοίαρχος: Πρόκειται για τον βασικό ήρωα του έργου, που εμφανίζεται στη μέση του διηγήματος (ενώ το ενδιαφέρον του αναγνώστη έχει κορυφωθεί , λόγω και των προσημάνσεων που έχουν προηγηθεί: Είναι… αεροπλάνο  / αμερικάνικο καταδρομικό= γερό πλοίο κατασκευαστικά).  Αγνοεί τις υποδείξεις του λιμενικού και φέρεται με αλαζονεία που δικαιολογείται λόγω της καταγωγής του: είναι από την Αμερική, την παγκόσμια υπερδύναμη (κούνησε τους ώμους). Δείχνει υπέρμετρη εμπιστοσύνη στην εμπειρία του και στη γερή κατασκευή του πλοίου του. Η ύβρις συντελείται στο εξής  σημείο: αλίμονο αν άλλαζαν αραξοβόλι  τ’αμερικάνικα πολεμικά με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη˙ τι τους είχανε τους κανονισμούς. Ο καπετάνιος δεν παραβαίνει μόνο τους ναυτικούς κανονισμούς, αλλά περιφρονεί και τους Έλληνες λιμενικούς και τη χώρα τους.


·        Οι άλλοι Αμερικανοί: Ειρωνική φαίνεται να είναι η διάθεση του συγγραφέα  για τους Αμερικανούς γενικότερα. Η φράση επίσκεψη καλής θελήσεως, κάπως έτσι το λένε, θαρρώ δείχνει ακριβώς αυτή τη στάση του συγγραφέα. Η επίσκεψη δεν είναι παρά επίδειξη δύναμης των ισχυρών Αμερικανών (ειδικά στην μετεμφυλιακή Ελλάδα). Η ειρωνεία διαπιστώνεται και στις φράσεις νιαουρίζουν και δίνουν  αλλόκοτην  αίσθηση σα  μαζευτούν πολλές που αφορούν τις γυναίκες των Αμερικανών αξιωματικών. Η ειρωνεία φτάνει στο σαρκασμό με τη φράση ντόπιου λιμενάρχη στην περίπτωση της ύβρεως: ο συγγραφέας επισημαίνει τη νοοτροπία των ισχυρών που θεωρούν τους ντόπιους υποτελείς.


·        Οι Έλληνες του νησιού: Αρνητικά σχολιάζονται και οι Έλληνες ιδιοκτήτες μπαρ και άλλων μαγαζιών που  θα σύχναζαν οι Αμερικάνοι  από το συγγραφέα. Κάνουν τα πάντα για να τους προσελκύσουν και να κερδίσουν από αυτούς. Διακρίνεται μια δουλοπρεπή στάση έναντι των ξένων στους οποίους προσφέρουν όλες τις υπηρεσίες  και πιστοποιούν την αλλοτρίωση των ηθών (το λιμάνι είχε ετοιμαστεί να καλοδεχτεί τους Αμερικανούς,  άλλαξαν τα ονόματα των μπαρ, έφεραν κορίτσια από τον Πειραιά για τους ναύτες). Οι υπόλοιποι Ροδίτες εμφανίζονται μεγαλόψυχοι, αφού σπεύδουν να σώσουν τους ναυαγούς Αμερικάνους και ένας, μάλιστα, εργάτης σκοτώθηκε στη διαδικασία διάλυσης του ναυαγισμένου πλοίου. 


·        Ο αφηγητής: Αποτελεί επίσης κύριο πρόσωπο. Κρατά μια διαφορετική στάση τόσο από τον Αμερικανό καπετάνιο, όσο και από του Έλληνες επιχειρηματίες. Διακρίνεται για τον αντιαμερικανισμό του, αφού δεν υποτάσσεται και δεν είναι αλλοτριωμένος. Ριψοκινδυνεύει (κολυμπάει  στην αγριεμένη θάλασσα, αλλά με προσοχή), αλλά δεν εναντιώνεται στη φύση.



Αφηγηματική τεχνική

Οι δύο ιστορίες και η σύνδεσή τους με την αφήγηση
Στο διήγημα εντοπίζουμε δύο ιστορίες: α) την προσωπική ιστορία του αφηγητή που συνηθίζει να κολυμπά στο μόλο και αναφέρει ότι στον πάτο της θάλασσα υπάρχουν τα συντρίμμια του αμερικανικού πλοίου  και β) την ιστορία του ναυαγίου που εγκιβωτίζεται στην πρώτη (αυτή του αφηγητή). Συνδετική φράση είναι:  Στον πάτο… το διαλύσανε.


Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ο ήρωας της πρώτης ιστορίας: γνωρίζει το συμβάν με το αμερικανικό πλοίο και ίσως ως αυτόπτης μάρτυρας. Στη δεύτερη ιστορία δε συμμετέχει, αλλά διηγείται την ιστορία, σχολιάζει και διαμορφώνει την εξέλιξή της.


Πρόσωπα αφήγησης
Χρησιμοποιούνται και τα τρία πρόσωπα στην αφήγηση. Ο συγγραφέας ξεκινά με το β’ πρόσωπο (πρέπει να ξυπολυθείς για να πας στην άκρη του) που προδίδει αμεσότητα και διευκολύνει την επικοινωνία με τον αναγνώστη.
Στην τρίτη παράγραφο χρησιμοποιεί το α’ πρόσωπο και αναφέρεται στο ναυάγιο και αφηγείται την ιστορία στο γ’ πρόσωπο, κρατώντας απόσταση από τα γεγονότα. Στον επίλογο επανέρχεται στο β΄πρόσωπο για να τονίσει την αλήθεια της ιστορίας (αν κοιτάξεις…βλέπεις).
Βασικά όμως έχουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση, με παντογνώστη αφηγητή και μηδενική εστίαση. Οι σκέψεις του κυβερνήτη του πλοίου (δε γινόταν καλύτερη φροντίδα…τι τους είχαν τους κανονισμούς!) συνιστούν εσωτερικό μονόλογο που αποκαλύπτουν το ήθος του.


Ρεαλισμός
Οι  ρεαλιστικές περιγραφές είναι χαρακτηριστικό της γραφής του Κάσδαγλη. Ο χαρακτήρας των προσώπων αποδίδεται χωρίς εξωραϊσμούς, που φτάνουν στο νατουραλισμό. Παραδείγματα: ο υπερόπτης πλοίαρχος, οι Αμερικανίδες, τα κορίτσια του Πειραιά, οι κερδοσκόποι ιδιοκτήτες των μπαρ. Ρεαλιστική και παραστατική η σκηνή της τραγωδίας (βάρεσε…μισοπνιγμένους) και η περιγραφή του ναυαγισμένου πλοίου (τ’ αμερικάνικο….είχε πεθάνει πια.).


 

Α) Του κυρ Βοριά (παραλογή)



Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε νούλω των καραβιώνε:
"Καράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν’ ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυές βρυσούλες,
κι οσά βρω μεσοπέλαγος, στεριάς θε να τα ρίξω".
Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα λιμάνια πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
"Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσεις δε φυσήσεις,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι αντένες μπρούτζινες κι ατσάλενα κατάρτια,
έχω πανιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια
κι έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κι έχω κι ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
και εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη, δε γυρίζω".

"Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξεις τον καιρό, να ιδείς για τον αέρα".
Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
"Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες";
Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη
και στης Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει.

Ώστε να ειπεί, να καλοειπεί, να καλοκουβεντιάσει,
βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
απρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπιλιάδα του `ρθε από τη μια, σπιλιάδα από την άλλη,
σπιλιάδα από τα πλάγια του κι εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα πανιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάγει.

Όλες οι μάνες κλαίγανε κι όλες παρηγοριούνται,
μα μια μανούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τις πέτρες στην ποδιά, τα τρόχαλα στον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
"Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πόπνιξες το παιδάκι μου, π’ άλλο παιδί δεν έχω.
Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν’ φταίει ο πρωτομάστορας που φτιάνει τα καράβια,
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρίζει ο αέρας,
και χάνω τα καράβια μου που είναι δικά μ’ στολίδια,
χάνω τα παλληκάρια μου, οπού με τραγουδούνε.




Β) Κίχλη (Γ. Σεφέρης)
Άκουσα τη φωνή
Καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
Ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια˙
το’λεγαν «Κίχλη»˙ ένα μικρό ναυάγιο˙ τα κατάρτια,
σπασμένα κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη των ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού

σβησμένο στο νερό.






Βιβλιογραφία



Ολυμπίου, Κ., & Χρίστη, Κ. (n.d.). Φιλολογικές Σελίδες. Ανάκτηση από http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.kasdaglis1.html
Πολίτης, Ν. Γ. (1991). Δημοτικά τραγούδια. Αθήνα: Γράμματα.
Σεφέρης, Γ. (1972). Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος.
Στέφος, Α. (n.d.). Σύνδεσμος Φιλολόγων Δωδεκανήσου. Ανάκτηση από http://filologoi.pblogs.gr/2011/03/a-stefos-nikos-kasdaglhs-synoptikh-paroysiash-ths-zwhs-kai-toy-e.html